μεσεγγυωμα

μεσεγγυωμα
    μεσεγγύωμα
    τό Isocr. = μεσεγγύημα См. μεσεγγυημα

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεσεγγυωμα" в других словарях:

  • μεσεγγύωμα — μεσεγγύωμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύημα — το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) [μεσεγγυώ] το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που τό διεκδικούν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»